- απολωλός
- απολωλός τοв словосочетании απολωλός πρόβατο(ν) — заблудшая овца – выражение из Нового Завета (Лк. 15, 6), означающее человека сошедшего с пути спасения в Боге
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
απολωλός — βλ. απόλλυμι … Dictionary of Greek
ἀπολωλός — ἀπόλλυμι destroy utterly perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόλλυμι — ἀπόλλυμι κ. ύω κ. ἀπόλλω (AM) [όλλυμι] Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω 2. εξολοθρεύω, σκοτώνω 3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου 4. διαφθείρω (γυναίκα) 5. χάνω II. ( μαι) 1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι 2.… … Dictionary of Greek
παλαβός — ή, ό 1. ανισόρροπος, τρελός 2. ανόητος, ασύνετος 3. παράτολμος, ριψοκίνδυνος 4. παράφορα ερωτευμένος. επίρρ... παλαβά με παλαβό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *παλαλός < ἀπολωλός, μτχ. τού ἀπόλλυμαι. Κατ άλλους το επίθ. έχει προέλθει από το ουσ.… … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek